γωνίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γωνίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γωνίδι τό, Καρ. (Ἀλικαρνασσ.) Κύπρ. Κῶς Λέρ. Μύκ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Χίος γουνίδ᾿ Θάσ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Ἀρν.) Σαμοθρ. ᾿ωνίδι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γων-νὶ Κῶς κ.ἀ. Πληθ. γωνίδκιˬα Κύπρ. γωνίδτιˬα Κῶς κ.ἀ. γων-νιˬὰ Κῶς κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γωνίδιον Ὁ τύπ. γων-νὶ ἐκ τοῦ γωνίδι διὰ σιγήσεως τοῦ μεσοφωνηεντικοῦ δ καὶ συναλοιφῆς τῶν ι-ι›ι.

Σημασιολογία

1) Ἐκάστη τῶν ἑκατέρωθεν τῆς ἑστίας γωνιῶν Ἴμβρ. Λέσβ. Σαμοθρ. : Κά᾿ταν εὔτου, μέσ᾿ ᾿ς τοὺ γουνίδ᾿, δ᾿λε͜ια᾿ καθόλ᾿ (κά᾿ταν = καθόταν) Λέσβ. Συνών. ἀγκωνὴ 3β. Πβ. γωνιˬὰ 12. 2) Μικρὸν τεμάχιον ἄρτου ἐκ τῆς περιφερείας αὐτοῦ ἢ ἐκ τοῦ περιβλήματός του γενικῶς Θάσ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) Κῶς Λέρ. Λέσβ. Λῆμν. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ.) Χίος : Ἤκοψ᾿ ἕνα γωνίδι ψωμί, κ᾿ ἤπηρέ dο κ᾿ ἤφυε Ἀπύρανθ. Κόψε μου μιˬὰ σταλιˬὰ ψωμί, μὰ νά ᾿ναι γωνίδι, γιˬὰ νὰ τὸ ρουκανίξω Μύκ. Ἐμένα ᾿ρ-ρέσουμ-μου τὰ γων-νιˬά, ᾿ὲν dὴθ-θέλω καθόλου τὴ ψίχα Κῶς. Βαστοῦσ᾿ ἕνα γουνίδ᾿ ψουμὶ Μάδυτ. Κόψι μ᾿ ἕνα γουνίδ᾿ ψουμὶ αὐτόθ. Κάθα μιˬὰ π᾿ φουρνίζ᾿ ᾿ς τοὺ φοῦρνου μ᾿ μὶ δί᾿ ἕνα γουνίδ᾿ ψουμὶ κὶ ζιουθρέφουμ᾿ κ᾿ ἰγὼ Λῆμν. Συνών. γωνιδάκι, γωνίτσα 4. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γωνίδκιˬα Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/