γωνίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γωνίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γωνίτσα ἡ, κοιν. γουνίτσα Μακεδ. (Βέρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Εὐρυταν. Μύύιτκ. Σπάρτ. κ.ἀ.) βωνίτσα Ροδ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γωνιˬὰ διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτσα.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ γωνία οἰκίας κοιν. : Ἀκκούμπησε τὸ μπαστούνι σου ἐκειδὰ ᾿ς τὴ γωνίτσα Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. γωνιˬέτσα. β) Ἀπόκεντρον σημεῖον τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρου τῆς οἰκίας κοιν.: Κάθισε σὲ μιˬὰ γωνίτσα. Βάλ᾿ το ᾿κειδὰ σὲ μιˬιὰ γωνίτσα, νὰ μὴ μᾶς ἐμποδίζῃ κοιν. γ) Ἀπόμερος μικρὸς τόπος σύνηθ.: Νὰ γίνῃ κανένα τραπεζάκι, δίχως φασαρίες, σὲ καμμιˬὰ γωνίτσα τοῦ νησιˬοῦ Γ. Ψυχάρ., Στὸν ἥσκιο, 81. || Ποίημ. Κ᾿ εἶναι λουλούδι ἡ ἀγάπη ποὺ θ᾿ ἀνθήσῃ σὲ γωνίτσες παράμερες, κρυφὲς Πέθανε ἡ πεθερίτσα μου, | ἄδε͜ιασε ἡ γωνίτσα μου Μ. Τσιριμῶκ., Σονέττ., 70. 2) Μικρὰ ἑστία Μακεδ. (Βέρ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ.) : Φκε͜ιάσε μου, καηˬμένε, μιˬὰ καλὴ γωνιˬά· τί νὰ τὴν κάνω αὐτὴν ἐδῶ τὴ γωνίτσα, ποὺ μοῦ ᾿φκε͜ιασες; Τριφυλ. || Παροιμ. (διὰ τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς παρουσίας ἀνεπιθυμητων προσώπων ἐπέρχεται εὐρυχωρία καὶ ἐλευθερία κινήσεως ἐν τῷ οἴκῳ) Μακεδ. (Βέρ.) 3) Ἡ οἰκία, κατὰ σημασιολογικὴν ἐπέκτασιν σύνηθ. : Θὰ γυρίσῃς μιˬὰ φορὰ σὲ μιˬὰ γωνίτσα, ποὺ θὰ σὲ περιμένῃ ἡ καλή σου Κ. Παλαμ., Τρισεύγ., 49. 4) Μικρὸν τμῆμα ἄρτου ἐκ τῆς περιφερείας αὐτοῦ κοιν. : Κόψε μου μιˬὰ γωνίτσα ψωμὶ κοιν. Ἔχει ἀκόμα ᾿κείν᾿ τὴ γωνίτσα τὸ ψωμί, ποὺ τοῦ ᾿κοψα, ἀκόμα ᾿ς τὸ στόμα του ὁ δράκος μου (δράκος = τὸ μικρὸν ἀβάπτιστον βρέφος) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τρώει οὕλ-λdο βωνίτσες Ρόδ. Συνών. ἀγκωνούλα, γωνιδάκι, γωνίδι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA