γωπαρέλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γωπαρέλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γωπαρέλι τό, Πελοπν. (Γαργαλ. Πυλ. Τριφυλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γωπάρι διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -έλι.

Σημασιολογία

Μικρὰ γῶπα ἔνθ᾿ ἀν. : Ἔρριξε ὁ Κουφοδημήτρης δυναμίτη ᾿ς τὴ θάλασσα κ᾿ ἔβγαλε πέντε ὀκάδες γωπαρέλιˬα Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. γωπαδουλάκι, γωπάκι, γωπάλι, γωπάρι, γωπὶ 1, γωπίδι, γωπίτσα, γωπίτσι, γωπούδι, γωπούλα, σκάτζικας, σκατζογωπί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/