γωπὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γωπὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γωπὶ τό, Ἰθάκ. βωπὶ Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθρακ. Ὀθων. Παξ. γουπὶ Ἀνάφ. Ἡράκλ. Λῆμν. Μῆλ. Πάτμ. Σάμ. Σῦρ. γουπ-πὶ Κίμωλ. γουπ-ὶ Κουφονήσ. Κῶς Λέρ. Νίσυρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γῶπα.

Σημασιολογία

1) Μικρὰ γῶπα ἔνθ᾿ ἀν. : Πάρε κανέναγ - γουπ-ὶν νὰ κάμωμεδ - δόλωμα Κῶς Δὲ σοῦ πέρ᾿σσεψε ἕνα βωπὶ νὰ μοῦ δώκῃς καὶ μένα; ᾿Ερεικ. Χτυπᾷ ὁ ψαρᾶς τὴ θάλασσα μ᾿ ἕνα ξύλο καὶ τὰ γουπιˬὰ φοβισμένα τρυπώνουν ᾿ς τὸ δίχτυ Πάτμ. Συνών. βλ. εἰς λ. γωπαρέλι. 2) Τρόπος ἀλιείας τῆς γώπας Πάτμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/