γωπολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γωπολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γωπολόγος ὁ, Α. Καρκαβίτσ., Ν. Ἑστ. 21 (1937), 430 γωπολόος Α. Καρκαβίτσ., Ν. Ἑστ. 21 (1937), 101.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γῶπα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγος, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 247.

Σημασιολογία

Ὁ ἁλιεύων γώπας, ὁ εἰδικὸς διὰ τὴν ἁλιείαν γωπῶν ἔνθ᾿ ἀν. : Συχνὰ παίρνανε μαζὶ τους καὶ κανένα γωπολόγο καὶ ρίχνανε τὸ παραγάδι μὲ τὴ βάρκα Α. Καρκαβίτσ., Ν. Ἑστ. 21 (1937), 430.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/