γυρὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυρὶ τό, Ἄνδρ. (Κόρθ.) Ἀστυπ. Κάρπ. Κρήτ. (Ἀχεντρ. Κίσ. Σέλιν. κ.ἀ.) Κύνθ. Κῶς Μεγίστ. Πελοπν. (Ἦλ. Πάτρ. Πύργ.) Ρόδ. Σίφν. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Σύμ. ᾿υρὶ Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Νίσυρ. Σύμ. Τῆλ. ἐρὶ Κάρπ. γυρὶν Κύπρ. (Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. Πάφ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿υρὶν Κύπρ. γερὶν Πόντ. (Χαλδ.) γύρι Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Στεμν.) ᾿υρὶ Πελοπν. (Γαργαλ. Κοπανάκ.) νgύρι Καλαβρ. (Μπόβ.) Πληθ. ᾿υρτζιˬὰ Κάρπ. Κάσ. ᾿ρτζιˬὰ Κάρπ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γῦρος. Οἱ τύπ. γυρὶν καὶ γύριν καὶ Βυζαντ. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 498 «λιβάδιον παράκειται γῦριν ἀγροικῇ φωνῇ καλούμενον» Θεοφάν. Συνεχ., 181.

Σημασιολογία

1) Ὁ γῦρος, ὁ κύκλος, τὸ περίγραμμα Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἦλ. Πύργ. Στεμν.): Τὸ γυρὶ τοῦ καπέλου Κίσ. Σέλιν. ᾿Σ τὸ γυρὶ τσῆ σκάφης ἔχουνε ἀπομείνει τριμμίδιˬα (= τρίμματα ζύμης) Κίσ. || ᾎσμ. Κ᾿ ἡ Τρίτη ἡ καλύτερη τὸν ἥλιο συνοριˬάζει καὶ τὰ φλοριˬὰ γυριˬάζει, τὰ γύριˬασ᾿, ἐξεγύριˬασε, ἐννιˬὰ γυριˬὰ τὰ κάνει καὶ ᾿ς τὸ λαιμὸ τὰ βάνει Ἦλ. Πύργ. β) Ἡ στεφάνη τῆς ἁλιευτικῆς ἀπόχης Στερελλ. (Μεσολόγγ.) γ) Ὁ περὶ τὸν σωρὸν τοῦ λικμισθέντος σίτου χαραχθεὶς κύκλος Κρήτ. (Ἀχεντρ.): Ψηλὰ τό ᾿σασες τὸ γυρὶ. δ) Τὸ περὶ τοὺς λίθους τοῦ ἀνεμομύλου ξύλινον προστατευτικὸν φράγμα Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.): Τὰ ᾿εριˬὰ τοῦ μύλου Κάρπ. Συνών. γύρα 4 β. ε) Τὸ περὶ τὸν χειρόμυλον κυκλικὸν ἐκ πηλοῦ μικρὸν περιτείχισμα πρὸς συγκράτησιν τοῦ διασκορπιζομένου ἀλεύρου Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) στ) Μικρὸς ἀγρὸς περιβαλλόμενος διὰ μανδροτοίχου Κάσ.: Νὰ εἶχεν ἕνα μικρὸ ᾿υρὶ ἐκειˬά. ζ) Τὸ διαχώρισμα μάνδρας ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀπομονοῦνται τὰ μικρὰ ζῶα τοῦ ποιμνίου Πόντ. (Χαλδ.) η) Τὸ περὶ τὴν ἑστίαν τῆς οἱκίας ἐλαφρῶς ὑψούμενον λίθινον θωράκιον Κάρπ.: Πᾶμε ᾿ς τὸ ᾿υρὶ κοντὰ νὰ βράσωμε (= νὰ θερμανθῶμεν) θ) Μετὰ ἢ καὶ ἄνευ τῆς προθ. ἀπὸ ἐπιρρηματ., πέριξ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κύπρ.: ᾌσμ. Ὅνταν νὰ μπῶ ᾿ς τὴν ἐκκλησάν, θωρῶ τὸγ-γεναικίτην, θωρῶ τες οὕλες ᾿ποὺ γυρὶν ταὶ τὸ λεχνόν μου λείπει (τὸ λεχνὸν= τὸ λιγνόν, ἡ ὡραία) Κύπρ. ᾿Èν gο͜ιουμᾶμαι μαναχή, | τ᾿ ἔχω δώδεκα ᾿ποστόλοι νgύρι-νgύρι τοῦ σπιτίου, | νάκα-νάκα τοῦ παιδίου (δὲν κοιμοῦμαι μοναχή, διότι ἔχω τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους γύρω-γύρω ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἀπὸ τὴν κούνια τοῦ παιδιοῦ) Μπόβ. 2) Ὁ καρπὸς εἴδος κολοκύνθης μὲ μεγάλον βλαστόν, τῆς γυριˬᾶς (βλ. γυριˬὰ 6) Ἄνδρ. (Κόρθ.) 3) Ἡ σειρὰ ἀκολουθίας Ἀστυπ. Κύπρ. (Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. Πεδουλ. κ.ἀ.) Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Νίσυρ. Σύμ. Τῆλ.: Τώρα εἶναιν dὸ δικόσ-σου γυρὶν τζ᾿ ὕστερι τὸ δικόμ-μου Κῶς. Ἦρτεν τὸ γυρίμ-μου ν᾿ ἀλέσω Κύπρ. Ἦρτεν τὸ γυρίν σου τώρα νὰ τραουδήσῃς Πεδουλ. Ὁ φοῦρνος τοῦτος ἔχει γυριˬὰ (εἰς τὸν φοῦρνον αὐτὸν ψήνουν τοὺς ἄρτους των τόσαι οἰκογένειαι μὲ τὴν σειρὰν) Σύμ. Αὔριο bοὺ θ᾿ἅψουμε dὸφ-φοῦρνομ-μας, ἐγὼ θά ᾿μαι πρώτη ᾿ς τὸ γυρὶ αὐτόθ. || Φρ. Μὲ τὸ γυρὶ (ἐκ περιτροπῆς) αὐτόθ. Χρόνο γυρὶ (καθ᾿ ὅλον τὸ ἔτος) Ρόδ. Γυρίσ-σου τσαὶ γυρίμ-μου (ἕκαστος μὲ τὴν σειράν του εὐτυχεῖ) Μεγίστ. Συνών. φρ. Σειρά σου καὶ σειρά μου || Παροιμ. Γυρὶγ-γυρὶγ τοῦ φαλκινιοῦ, γυρὶγ-γυρὶγ τῆς φάσσας (φαλκονιˬοῦ= τοῦ ἱέρακος· ἕκαστος μὲ τὴν σειράν του) Κύπρ. || ᾎσμ. Ἄθρωπος ὅποτε τ᾿ ἂν ἔν᾿ θὰ κόψῃ τὸ γυρὶν του, ἀλ-λὰ μὲ θέλημαθ-Θεοῦ θὰ δώσῃ τὴν ψυήν του αὐτόθ. 4) Ἡ ἐλαφρὰ ἐπιδημία, ὡς περιφερόμενη ἀπὸ ἀτόμου εἰς ἄτομον Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Ρόδ. Κάσ. Ἔπιˬασέμ-με ᾿φτοδὰ τὸ γυρὶ Ρόδ. Συνών. γυρίδι 3. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γυρὶ Ζάκ. Πελοπν. (Ἦλ.) Γ᾿ρὶ Λευκ. Γύρι Σῦρ. ᾿Υρὶ Κάρπ. Πάνω Γύρι Ζάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/