γυρόπλασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρόπλασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυρόπλασμα τό, ἐνιαχ. ᾿υρόπλασμα Γ. Ζευγώλ., Ποιμεν. Νάξ., Λαογρ. 15 (1953), 95.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυροπλάθω.
Σημασιολογία
Γυροπλάσιμο, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA