γυρόσκοινο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρόσκοινο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυρόσκοινο τό, ἐνιαχ. ᾿υρόστοινο Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γῦρος καὶ σκοινί.
Σημασιολογία
Τὸ σχοινίον, τὸ ὁποῖον εἶναι προσδεδεμένον εἰς τὰ ἄκρα τῶν κεραιῶν τοῦ ἀνεμομύλου ἐν εἴδει στεφάνης, διὰ νὰ κρατῇ σταθερὰν τὴν μεταξὺ τῶν κεραιῶν ἀπόστασιν ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γῦρος 30.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA