γυρότραφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρότραφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυρότραφος ὁ, Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γῦρος καὶ τράφος
Σημασιολογία
1) Ἡ τάφρος κυρίως ἢ ὁ πέτρινος φράκτης ὁ περιβάλλων ἀγρὸν ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ἐπιθετ., ὁ διὰ τάφρου ἢ φράκτου περιβαλλόμενος ἀγρὸς ἔνθ᾿ ἀν. : ᾎσμ. Περιβόλι μου γυρότραφο καὶ μέσα καdιφέδες, μὲ τὰ σωστά μου σ᾿ ἀγαπῶ, δὲ θέλω ἐγὼ χιλέδες (χιλέδες = ἀπάται, δόλοι) Κρήτ. (Νεάπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA