γυρουλᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρουλᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυρουλᾶς ὁ, Σάμ. (Μαυραντζ. κ.ἀ) γυρουλ-λᾶς Ρόδ. ᾿υρουᾶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θηλ. γυρουλ–λdοῦ Κῶς Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. ᾿υρουοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Οὐδ. ᾿υρουάδικο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γῦρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ουλᾶς. Πβ. ἁρπαχτουλᾶς, διὰ τὸ ὑπ. βλ. ἁρπαχτουλλᾶς, νερουλᾶς κ.ἀ. Ὁ τύπ. γυριλλᾶς διὰ προληπτ. ἀφομ.

Σημασιολογία

Ὁ ἀγαπῶν νὰ περιφέρεται ἀσκόπως ἔνθ᾿ ἀν.: Εἶναι δὰ κ᾿ εὐτὸς ἕνας ᾿υρουᾶς, ποὺ δὲν ἔχει ταίρι! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔπιˬασεν dὲς γῦρες ἡ γυρουλ-λdοῦ Ρόδ. Εἶναιν τ᾿ εὐτὴ μιˬὰ γυρουλ-λdοῦ ! Κῶς. Δὲν ἔχει πιˬὸ ᾿υρουάδικο bαιδὶ ὁ κόσμος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. ἀπογυριστής, γυριόλης, 2, γυριστής, γυρουλιˬάρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/