γυρούλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρούλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυρούλι τό, Κρήτ, (Κίσ. κ.ἀ.): κ.ἀ. γυρού᾿ Μακεδ. (Βέρ. Δάφν. κ.ἀ.) γυρούλ-λι Κῶς Νίσυρ. κ.ἀ. γυρουλ-λὶ Κύπρ. (Πεδουλ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γῦρος διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούλι, ἔνθα καὶ -ουλί.
Σημασιολογία
1) Μικρὸς κύκλος ἔνθ᾿ ἀν. : Κάμνομεν ἕναγ - γυρούλ-λιν ταὶ βάλ-λομεμ- μέσα τὸν gοῦκχο (= κοῦκκον, μικρὰν σφαιροειδῆ πέτραν τοποθετουμένην εἰς τὸ κέντρον τοῦ κύκλου ἐν παιδιᾷ) Κῶς Συνών. γκεζί. 2) Γυρουλάκι 3, τὸ ὁπ. βλ. Κρήτ. (Κίσ.): ᾿Σ τὸ γυρούλι τ᾿ ἀbελιˬοῦ τσῆ γειτόνισσας βρίστεις πολλὰ μάραθα 3) Γυρουλάκι 4, τὸ ὁπ. βλ. Κρήτ. (Κίσ.) Ἔ, dὰ ἐσὺ bάρεμου τὸ κατέεις πὼς μ᾿ ἀρέσουνε τὰ γυρούλιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA