γυρουλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρουλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυρουλιˬάζω Νάξ. (Καλόξ.) ᾿υρουλιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυρούλι.
Σημασιολογία
Περιφέρομαι, γυρίζω ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ ἀσκόπως ἔνθ᾿ ἀν.: Δὲ dρέπεστε νὰ ᾿υρουλιˬάζετε ὅλη μέρα μέσ᾿ ᾿ς τσὶ ρύμνες χωρὶς δουλειˬά; Ἀπύρανθ. Καλύτερά ᾿χω νὰ ᾿υρουλιˬάζω παρὰ νὰ τρώω αὐτόθ. Κ᾿ ἐὼ δὰ δὲν ἐυρούλιˬαζα, μὰ ὄχι καὶ ᾿τσὰ δὰ πάλι ! Εὐτὴ δὲ bροβαίνει ᾿ς τὴ bόρτα αὀτόθ. β) Περιφέρομαι ἄεργος Νάξ. (Καλόξ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA