γυρουλιˬὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρουλιˬὸ
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
γυρουλιˬὸ τό, ἐνιαχ. ᾿υρουλιˬὸ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γυρούλι.
Σημασιολογία
Τὸ περιφέρεσθαι ἔνθ᾿ ἀν. Μὲ τὸ ᾿υρουλιˬὸ δὲ ᾿ίνουdαι οἱ δουλε͜ιές! Ἀπύρανθ. Μωρή, μὰ εἶd᾿ ἀγάπη τοῦ ᾿υρουλιˬοῦ εἶν᾿ εὐτή; αὐτόθ. Πουτανιˬὰ εἶ᾿ gαὶ τὸ ᾿υρουλιˬό, πουτανιˬὰ εἶ᾿ ς᾿ ἡ bεβεριˬὰ (πουτανιˬὰ = ἀσωτεία, bεβεριˬὰ = σπατάλη) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA