γυροχώραφο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροχώραφο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυροχώραφο τό, Κρήτ. (Κίσ. Σφακ. κ.ἀ.) Σ. Πασαγιάνν., Ἀντίλ., 30.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γῦρο καὶ τοῦ οὐσ. χωράφι.
Σημασιολογία
Ἀγρὸς εὑρισκόμενος εἰς τὰ πέριξ χωρίου ἢ κατῳκημένου ἐν γένει χώρου ἔνθ᾿ ἀν. : Δὲν εἶναι ἀλλάργο τὸ σπίτι dου· ἐπά ᾿ς τὰ γυροχώραφά ᾿ναι Κίσ. || Ποίημ. Νωπὰ τὰ γυροχώραφα κιˬ ὀγρὰ τὰ καμποτόπιˬα, μὲ πάχνες ἀριˬοσκέπαστα, μὲ γάζες κοιμισμένα Σ. Πασαγιάνν., Ἀντίλ., 30. Συνών. σωκήπι, σώχωρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA