γυροχώρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροχώρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυροχώρι τό, ἐνιαχ. Πληθ. γυρόχωρα τά, Κρήτ. (Σφακ) - Λεξ. Βλαστ., 875.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γῦρο καὶ τοῦ οὐσ. χωριˬό. Ὁ τύπ. γυρόχωρα κατὰ τὸ συνών. περίχωρα, περίγυρα κ.τ.τ.
Σημασιολογία
Τὸ χωρίον τὸ κείμενον εἰς τὰ πέριξ σημείου τινὸς ἔνθ᾿ ἀν. : ᾎσμ. Νὰ κατεβοῦν τὰ δυˬὸ χωριˬὰ, ἡ Νίbρος καὶ τ᾿ Ἀσκύφου καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ γυρόχωρα μαζὶ μὲ τσὶ Ριζίτες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA