γυρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυρώνω Πόντ. (Ἰνέπ. Σταυρ. Χαλδ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βάιγ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. γυρόω. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Μετβ., τοποθετῶ κυκλικῶς, σχηματίζω γῦρον ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐγύρωσα τὰ ψωμία (ἐτοποθέτησα κυκλικῶς τοὺς ἄρτους ἐντὸς τοῦ φούρνου) Πόντ. (Ἰνέπ.) Γυρώνω τὸ φουρνὶν (τοποθετῶ πέτρας περὶ τὸ στόμιον τοῦ φούρνου, διὰ νὰ μὴ διαχέηται ἡ πύρα) Πόντ. (Χαλδ.) 2) Ἀμτβ., ἀποκτῶ γῦρον, περιβάλλομαι ὑπὸ κύκλου Πόντ. (Χαλδ.) : Ἂς ἀφίνουμι τὰ ψωμιˬὰ ὀλίγον ἀκόμαν ᾿ς σὸ φοῦρνον, γιˬὰ νὰ γυρώνουν (διὰ νὰ ψηθοῦν περισσότερον καὶ ἀποκτήσουν κόραν) Γυρών᾿ ἡ χαμαιλέτε (= χειρόμυλος· ὅταν διὰ πρώτην φορὰν ἀρχίζει τὸ ἄλεσμα καὶ ἡ μυλόπετρα διαχέει πέριξ ἄλευρον ὡς γῦρον μόνιμον). β) Μεταφ., κυκλοῦμαι ὑπὸ κόνεως καὶ ἀκαθαρσιῶν, ἐπὶ ἀκαθάρτων ἀνθρώπων Πόντ. (Σταυρ.) : Ἐγύρωσες καὶ κάθεσαι (κάθεσαι ἀδρανὴς ἐν μέσῳ κόνεως καὶ ἀκαθαρσιῶν). Τ᾿ ὀσπίτ᾿ ἐγύρωσεν κ᾿ ἐσὺ κάθεσαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA