γυφτατσίγγανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτατσίγγανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτατσίγγανο τό, ἀμάρτ. γυφτοτσίγγανο Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ Ἀτσίγγανος.

Σημασιολογία

Τὸ πτηνὸν Φοινίκουρος ὁ ὠχρόουρος (Phoenicurus ochrurus) τῆς οἰκογ. τῶν Κοσσυφιδῶν (Turdidae) Συνών. Γιˬάννακας 2, Γιˬαννάκης 3, Γιˬαννάκος 2, καλαντζῆς, κοκκινοκόλης, λαμπαδονούρα, μαυρογιˬάννα, τσουκαλάκος, χαλκιˬάς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/