γυφτιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυφτιˬὰ ἡ, κοιν. γυφτγιˬὰ Στερελλ. (Ἀχυρ. Φθιῶτ. Φωκ. κ.ἀ.) γυφτχιˬὰ Θεσσ. (Δομοκ.) γυφθιˬὰ Θήρ. Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) κ.ἀ. ᾿υφτιˬὰ Σκῦρ κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ούσ. γύφτος καὶ τῆς παραγωγ. κατάλ. -ιˬά.
Σημασιολογία
1) Οἱ γύφτοι ὡς σύνολον πολλαχ. Ἐφέτο μᾶς ἐπλάκωσε πολλὴ γυφτιˬὰ Πελοπν. (Τριφυλ.) || Φρ. Γυφτιˬὰ τ᾿ ἀνέμ᾿ (ἐπὶ πολυμελοῦς καὶ ρυπαρᾶς οἰκογενείας) Θεσσ. Πβ. γυφτολογιˬά. 2) Ἡ ἐξωτερικὴ ὁμοιότης πρὸς γύφτον Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.): Ἡ γυφτιˬά τ᾿ δὲ λέιτι, μαῦρους Ἀράπ᾿ς! Στρόπον 3) Ἡ ρυπαρότης, ἡ ἀκαταστασία ὡς ἰδιάζον γνώρισμα τῶν γύφτων σύνηθ. : Τί γυφτιˬὰ εἴναι ᾿ς αὐτὸ τὸ σπίτι! Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἡ γυφτιˬά τ᾿ς δὲ λέγιτι! Ἤπ. (Ζαγόρ.) 4) Μεταφ., ἡ εὐτελὴς καὶ χυδαία συμπεριφορὰ σύνηθ. : Τί γυφτιˬὲς εἶν᾿ αὐτές; σύνηθ. Δὲν τ᾿ς ἀφί᾿ τ᾿ς γυφτιˬές τ᾿ Εὔβ. (Στρόπον.) Κάνει ᾿φτοῦνος οὕλες τὶς γυφτιˬὲς Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἤτανε γυφτγιˬὰ αὐτὸ πὄκαμες Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Παροιμ. Ὁ γύφτος κιˬ ἅγιˬος νὰ γενῇ, πάλι γυφτιᾶς μυρίζει (ἐπὶ τῶν μὴ ἀποβαλόντων τὴν προτέραν ἀγροικίαν παρὰ τὴν βελτίωσιν τῆς κοινωνικῆς αὐτῶν θέσεως). Συνών ἁγένεια, ἀνανθρωπιˬά, ἀπανθρωπιˬά, ἀρκουδιˬά, γαιˬδουριˬά 2, γαιˬδουροσύνη, γαιˬδουρότη, γομαριˬά, γουρουνιˬὰ 2β γυφτίλα 2, γυφτιλίκι 1, γύφτισμα, χωριˬατιˬά. Ἀντίθ. εὐγένεια. β) Ἡ ἐπαιτεία Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Μακεδ. (Δεσκάτ.) κ.ἀ. Συνών. διˬακονιˬὰ, ζητιˬανιˬά, ζητουλιˬά. γ) Ἡ φιλαργυρία Εὔβ. (Βρύσ. Στρόπον.) Θὴρ. Κωνπλ. Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ. - Λεξ. ΙΙερίδ. Μπριγκ. Δημητρ.: Ἡ γυφτιˬά τ᾿ ἔ᾿ νὰ κά᾿, δικάρα δὶ χαλάει Στρόπον. Ἀπὸ τὴ γυφτιˬά του οὔτε ὑπηρέτρια παίρνει Λεξ. Δημητρ. || Φρ. Μὴν κάνεις γυφτιˬές! (= μὴν εἶσαι τσιγκούνης) κοιν. Συνών γυφτιλίκι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA