γυφτίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυφτίλα ἡ, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γύφτος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίλα.
Σημασιολογία
1) Ὀσμή, ἀποφορὰ γύφτου σύνηθ.: Μυρίζ᾿ γυφτίλα δῶ μέσα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γυφτίλα μυρίζ᾿ τοὺ σπίτ᾿ Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) || ᾎσμ. Γύφτος παππᾶς κὶ ἂν γενῇ, χέρι μὴ τοῦ φιλήσῃς, ὅσο κιˬ ἂν παππαδίσῃ, | γυφτίλας θὰ μυρίσῃ Στερελλ. (Ἀρτοτ.) 2) Μεταφ. ἡ ρυπαρότης, ἡ φιλαργυρία, ἡ ἄσεμνος συμπεριφορά, ὡς ἰδιότητες τοῦ γύφτου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Βρύσ.) : Ἡ γυφτίλα του εἶναι μία! Βρύσ. β) Σύνολον γύφτων Μακεδ. (Πεντάλοφ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA