γυφτιλίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτιλίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτιλίκι τό, ἐνιαχ. γυφτ᾿λίκι Ἤπ. (Ἰωανν. κ.ἀ.) γυφτ᾿λί᾿ Ἤπ. Στερελλ. (Φθιῶτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γύφτος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιλίκι.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἀγένεια, ἡ μικροπρέπεια ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γυφτιˬὰ 4. 2) Ἡ φιλαργυρία Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Συνών. γυφτιˬὰ 4β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/