γυφτισσοπούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτισσοπούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυφτισσοπούλλα ἡ, ἐνιαχ. γυφτ᾿σσουπούλλα Στερελλ. (Βαρετάδ. Σπαρτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γύφτισσα καὶ πούλλα.
Σημασιολογία
1) Τὸ πτηνὸν Φοινίκουρος ὁ ὠχρόουρος (Phoenicurus ochrurus) τῆς οἰκογ. τῶν Κοσσυφιδῶν (Turdidae) ἔνθ᾿ ἀν.: Πιˬάνου ἀγριˬουσπέτζιˬα, γυφτ᾿σσουποῦλλις, σ᾿ταρῆθρις (ἀγριουσπέτζιˬα = εἶδος στρουθῶν) Στερελλ. (Σπάρτ.) Κ᾿ ἡ γυφτ᾿σσουπούλλα πιˬάν᾿τι ᾿ς τὴν παΐδα, ὅπους κιˬ οὑ καλουιˬάννους αὐτόθ. Συνών. βλ. εἰς λ. Γιˬάννακας 2. 2) Τὸ πτηνὸν Σίττη ἡ μοναχικὴ (Sitta solitaria), τῆς οἰκογ. τῶν Κοσσυφιδῶν (Turdidae) Στερελλ. (Βαρετάδ.) Συνών. μέρουλα, πετροκόσσυφας, τσοπανάκος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA