γυφτοβλάσταρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτοβλάσταρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτοβλάσταρο τό, Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ βλαστάρι.
Σημασιολογία
Ὁ βλαστὸς τοῦ ἐδωδίμου φυτοῦ γύφτου, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γύφτος Α13 ἔνθ᾿ ἀν. : Τὰ γυφτοβλάσταρα, ἅμα τὰ βράσουμε καὶ τοὺς ἀλλάξουμε δυˬὸ νερά, ἔναι πεντάγλυκα Γαργαλ. Τώρα σαπέρα κατὰ τὸ σκάλο φαίνουνται τὰ γυφτοβλάσταρα (σκάλος = χρονικὴ περίδος περὶ τὸν μῆνα Ἀπρίλιον, κατὰ τὴν ὁποίαν σκαλίζουν τὰ ἀμπέλια) Βάλτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA