γυφτοκάλυβο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτοκάλυβο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτοκάλυβο τό, Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. (Ξηροβούν.) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. γυφτουκά᾿βου Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Ἤπ. (Βούρμπιαν. Κουκούλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Πεντάλοφ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν. Δωρ. Εὐρυταν.) γιουφτουκά᾿βου Μακεδ. (Δαμασκην.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ καλύβι.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἐξ ἑνὸς μικροῦ ἰσογείου δωματίου οἰκία ἢ σκηνὴ εἰς τὴν ὁποίαν διαμένει οἰκογένεια γύφτων Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Μακεδ. (Πεντάλοφ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν. Δωρ. Εὐρυταν.) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. : Ἔστ᾿σανι τὰ γυφτουκά᾿βα τ᾿ς οἱ γύφτ᾿ ᾿ς τ᾿ ἁλώνιˬα τ᾿ς ἐκκλησιˬᾶς Ἀκαρναν. 2) Ἡ μικρὰ καὶ ἀκατάστατος οἰκία χωρικῶν Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Ἤπ. (Βούρμπιαν. Κουκούλ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν) κ.ἀ.: Πέρασα ἀπὸ τ᾿ς Παναγιˬοῦς τὸ σπίτ᾿· σπίτ᾿ εἶν᾿ ἐκείνου ἢ γυφτουκά᾿βου; Ψαχν. Θανά ᾿ρ᾿ς ᾿ς τοὺ γυφτουκά᾿βου μ᾿ ἀπόψι γιˬὰ ὕπνου; (ὁ χαρακτηρισμὸς ἐκ μετριοφροσύνης) Ἀκαρναν. Πβ. γυφτοκόνακο 1β, γυφτόσπιτο 1, γυφτοτσάντιρο 1β. 3) Κατὰ πληθ., συνοικία γύφτων Μακεδ. (Δαμασκην.) Στερελλ. (Δωρ. Εὐρυταν. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Κάτου ᾿ς τὰ γιˬουφτουκάλυβα, ᾿ς τὰ γιˬούφτικα καλύβιˬα ἰκεῖ ᾿ν᾿ οὑ γιˬούφτους ἄρρουστους βαριˬὰ γιˬὰ νὰ πιθάνῃ Δαμασκην. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων, ὑπὸ τοὺς τύπ. ᾿Σ τοὺ Γυφτουκάλ᾿βου Μακεδ. (Κοζ.) ᾿Σ τὰ Γυφτουκά᾿βα Στερελλ. (Ἀσπρόπυργ. Ἀστακ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/