γυφτοκάρβουνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτοκάρβουνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτοκάρβουνο τό, Εὔβ. (Κύμ.) Ἰων. (Κρήν. κ.ἀ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Γαργαλ. Μεγαλόπ.) κ.ἀ. γυφτουκάρβουνου Μακεδ. (Καστορ. Νάουσ. Φλόρ.) γυφτουκάρβ᾿νου Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βρία Μοσχοπόταμ.) γυφτόκαρ᾿νου Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ κάρβουνο.
Σημασιολογία
Οἱ ὑπὸ τῶν γύφτων χρησιμοποιούμενοι ξυλάνθρακες, ἐκ ριζῶν συνήθως ἐρείκης ἢ κομάρου, διὰ τὰς σιδηρουργικάς των ἐργασίας ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔχεις ἔπειτα τὶς κουτσοῦρες τὶς ρείκινες γιˬὰ γυφτοκάρβουνα Πελοπν. (Μεγαλόπ.) Οἱ Στινιˬῶτις π᾿τηδεύουντ᾿ τὰ γυφτουκάρβ᾿να κὶ τὰ μιταφέρουν μὶ τὰ καρβ᾿νόσακκα Εὔβ. (Στρόπον.) Εἶχα καρβουνουκάμ᾿νου ᾿ς τοὺ παλιˬὸ τοῦ χουριˬὸ κ᾿ ἔφτε͜ιανα καγκανήσιˬα κάρβ᾿να κὶ λίγα γυφτουκάρβ᾿να (καγκανήσιˬα κάρβ᾿να = ἄνθρακες προερχόμενοι ἀπὸ μεγάλα δένδρα) Μακεδ. (Βρία) Πουλιμάου νὰ σιδιρώσου μὶ κἄτ᾿ γυφτουκάρβ᾿να, ἀλλὰ δὲν ἀνάβ᾿νι κὶ μ᾿ σβήν᾿ τοὺ σίδιρου Εὔβ. (Ἄκρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA