γυφτόκλημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτόκλημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτόκλημα τό, Πέλοπν. (Αἰγιάλ. Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ κλῆμα.
Σημασιολογία
Εἶδος κλήματος, τοῦ ὁποίου αἱ σταφυλαὶ ἔχουν ρᾶγας μεγάλας ὠοειδεῖς χρώματος μελανοῦ καὶ ὡριμάζουσι πρωΐμως ἔνθ᾿ ἀν. : Μέσ᾿ ᾿ς τ᾿ ἀμπέλι αὐτὸ ἔχω πολλὰ γυφτοκλήματα. Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Συνών. μαυροπροβατῖνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA