γυφτοκόριθο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτοκόριθο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτοκόριθο τό, Ζάκ. (Κερ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ κορίθι.
Σημασιολογία
Εἶδος μαύρης σταφυλῆς. Συνών. γύφτος Α10, γυφτοπούλα 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA