γυφτόκοσμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτόκοσμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυφτόκοσμος ὁ, ἐνιαχ. γυφτόκουσμους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ κόσμος.
Σημασιολογία
Σύνολον ἀνθρώπων ἀκοινωνήτων, διαβιούντων ἀθλίως, ὡς οἱ γύφτοι, καὶ στερουμένων ἀξιοπρεπείας ἔνθ᾿ ἀν.: Εἶνι γυφτόκουσμους οἱ Μαυρουσκλαβῖτις Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA