γυφτομάνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτομάνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτομάνι τό, ἐνιαχ. γυφτουμά᾿ Ἤπ. (Κουκούλ.) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γύφτος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -μάνι, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Παγκάλ., Γλωσσικ. ἰδιώμ. Κρήτ. 2,527-528.

Σημασιολογία

1) Πλῆθος γύφτων ἔνθ᾿ ἀν. : Εἴνι οὕλου τοὺ γυφτουμά᾿ ᾿ς τοὺ μαγαζὶ κὶ γλιντᾶ᾿ Ἤπ. (Κουκουλ.) Συνών. εὶς λ. γυφτολάσι. 2) Μεταφ., ἡ ἀκάθαρτος καὶ ἀκατάστατος οἰκογένεια Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Συνών. γυφτολασιˬὰ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/