γυφτομαχαλᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτομαχαλᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυφτομαχαλᾶς ὁ, πολλαχ. γυφτουμαχαλᾶς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ μαχαλᾶς.

Σημασιολογία

1) Συνοικία κατοικουμένη ὑπὸ γύφτων πολλαχ. : Πο͜ιὸς ζουρλάθ᾿κι νὰ πάν᾿ νὰ κάτσ᾿ ᾿ς τοὺ γυφτουμαχαλᾶ; Ἤπ. (Κουκούλ.) 2) Μεταφ., συνοικία εἰς τὴν ὁποίαν ἐπικρατεῖ ἀκαταστασία καὶ ἀθλιότης πολλαχ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γυφτομαχαλᾶς Μακεδ. (Βόιον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/