γυφτομουσικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτομουσικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυφτομουσικὸς ὁ, Ν. Ἑστ. 18 (1953), 848.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ μουσικός.
Σημασιολογία
Γύφτος ὁ ὁποῖος παίζει ἄριστα ὄργανα πνευστά, ἄσκαυλον καὶ κλαρῖνον : Ἔφυγε ἕνα πρωὶ γιˬὰ τὴ Βελτσίτσα, γιˬὰ νὰ μάθῃ κλαρῖνο ᾿ς τοὺς περίφημους γυφτομουσικοὺς Φακαίους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA