γυφτοπάζαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτοπάζαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτοπάζαρο τό, πολλαχ. γυφτουπάζαρου πολλαχ. βορ. ὶδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ παζάρι.
Σημασιολογία
1) Ἐμποροπανήγυρις, εἰς τὴν ὁποίαν μετέχουν κυρίως γύφτοι, ζωέμποροι πολλαχ. : Θὰ πάου τ᾿ς ἅγιˬα - Τριαδας ᾿ς τὴ Χαλκίδα ᾿ς τοὺ γυφτουπάζαρου γιˬὰ κἄνα ζουντόβουλου (= γαιδούρι) Εὔβ. (Ἄκρ.) 2) Μεταφ., ἐμποροπανῆγυρις εἰς τὴν ὁποίαν τὰ πρὸς πώλησιν ἐκτιθέμενα ἀντικείμενα εἶναι ἀσήμαντου ἀξίας, αἱ δὲ συναλλαγαὶ γίνονται μετὰ θορύβου καὶ ἀταξίας πολλαχ.: Παζάρ᾿ ἦταν αὐτὸ ἢ γυφτουπάζαρου; κἄτ᾿ παλιουγάιδ᾿ρα εἶχαν, λίγου τυρὶ καὶ καμπόσου ξ᾿νουτύρ᾿ Εὔβ. (Ἄκρ.) 3) Μεταφ., ἐμπορικη συναλλαγὴ στερουμένη σοβαρότητος καὶ εἰλικρινείας Εὄβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) : Ἄσ᾿ τὰ γυφτουπάζαρα τώρα κὶ πέζ-ουμ πόσου θέ᾿ς τιλευταῖα (πέζ-ουμ= εἰπέ μου) Ἄκρ. Αὐτὰ δὲν εἶναι σωστὲς κουβέντες, εἶναι γυφτοπάζαρα Ἀρκαδ. Εἴπανε νὰ πουλήσουνε τὸ χωράφι τους κιˬ ἀντὶ νὰ συμφωνήσουνε, τὸ καταντήσανε γυφτοπάζαρο Λακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA