γυφτοπανήγυρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτοπανήγυρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτοπανήγυρο τό, Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ πανηγύρι.
Σημασιολογία
Γυφτοπάζαρο 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν. : Τώρα σαπέρα τὰ γυφτοπανήγυρα θὰ πάρω κἄνα γαιˬδούρι, γιὰ νὰ κουβαλάου τ᾿ς ἐλιˬὲς καὶ τὴ σταφίδα Πελοπν. (Γαργαλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA