γυφτοπούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτοπούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυφτοπούλα ἡ, σύνηθ. γυφτουπούλα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γύφτος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πούλα.

Σημασιολογία

1) Ἡ Ἀθιγγανόπαις σύνηθ. : Κοίταξε τὶ νόστιμη ποὺ εἶναι αὐτὴ ἡ γυφτοπούλα σύνηθ. Ἅμα τύχ᾿ νὰ μὴ βρέξ᾿ τοὺ καλουκαίρ᾿ γιˬὰ πουλὺ κιρό, μαζεύουντι τὰ κουρίτσια καὶ στουλίζ᾿ν μιˬὰ γυφτουπούλα μὶ βούζιˬαλα καὶ τὴν γυρίζ᾿ν ἀποὺ σπίτ᾿ σὶ σπίτ᾿ (βούζιˬαλα = βλαστοὶ τοῦ φυτοῦ Ἀκτῆ ἡ δύσοσμος) Μακεδ. (Ἑπταχώρ.) || Ἄσμ. Τὰ μαῦρα μάτιˬα τά ᾿χουνι ᾿ς τοὺ Κάστρου οἱ γυφτουποῦλις, τὰ γαλανὰ κὶ τὰ ξανθὰ τά ᾿χουν βασιλουποῦλις Σερελλ. (Παρνασσ.) Βγάλ᾿ τα τὰ μαῦρα, βγάλ᾿ τα τσαὶ βάλε κότσινα τσαὶ γίνου γυφτοπούλα τσαὶ πούλα κόστσινα Πελοπν. (Καρδαμ.) Βῆκαν τὰ μπάμιˬα, βῆκαν, βῆκαν κ᾿ οἱ πιπεριˬές, βῆκαν κ᾿ οἱ γυφτοποῦλες μὲ παρδαλιˬὲς ποδιˬὲς (βῆκαν = βγῆκαν, πρόβαλαν) Ἤπ. (Κόνιτσ.) || Ποίημ. Κορίτσι δεκοχτὼ χρονῶ, | ᾿ς τὸ μανιˬωμένο τὸ χορὸ καὶ τοῦ χοροῦ βασίλισσα εἶναι κιˬ ἄφρισμα, λάγγεμα, τρεμούλα ἡ γυφτοπούλα, ἡ μαγιˬοπούλα Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 95. 2) Ἡ κόρη σιδηρουργοῦ, γύφτου Πελοπν. (Τριφυλ.) κα 3) Μεταφ., ἡ ἀτημέλητος καὶ ἀκάθαρτος κορασὶς Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ. 4) Εἶδος σταφυλῆς χρώματος μελανοῦ Ζακ. (Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γυφτοκόριθο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/