γυφτοπούλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτοπούλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτοπούλλι τό, Α. Κουρτίδ., Ζῴων, 244 γυφτουπού᾿ Στερελλ. (Σπάρτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ πουλλί.
Σημασιολογία
1) Τὸ πτηνὸν Λοξίας ὁ σταυρορραμφὴς (Loxia curvirostra) τῆς οἰκογ. τῶν Σπιζιδῶν (Fringillidae) Α. Κουρτίδ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Τὸ πτηνὸν Αἰγίθαλος ὁ μέλας (Parus ater) τῆς οἰκογ. τῶν Αἰγιθαλιδῶν (Paridae). Συνών. καλόγερος, καλόγρια, καλογρίδα, καλογρίτσα, κλειδωνᾶς, μελισσουργός, παππαδίτσα, τρυπίτης, τρυποκάρυδο, τρυποφράχτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA