ἀγαθός

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαθός

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγαθὸς ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Σάντ.) ἀgαθὸς Κρήτ. ἀgαθὺς Κρήτ. ἀγαθὲς Σκῦρ. ἀγαθὲ Τσακων. ἀαθὸς Κάρπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀβαθὸς Κύπρ. (καὶ ἀγαθὸς) Μεγίστ. ἀβαχὸς Κύπρ. ᾿γαθὸς Θήρ. Μύκ. ᾿βαθὸς Κύπρ. ᾿βάθυς Σύμ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγαθός. Τὸ ἀgαθὺς ἐσχηματίσθη κατὰ τὰ εἰς -ὺς τριτόκλιτα βαρὺς, γλυκὺς κτλ. Τὸ ᾿βάθυς κατὰ τὀ ἀγάθας.

Σημασιολογία

1)Ἐπὶ προσώπων 1)Ἱκανός, ἄξιος Λέσβ. κ.ἀ.: Παροιμ. Ἀγαθὸς τσιλλάρ᾿ς πάντα τσιλλάρ᾿ς (τσιλλάρ᾿ς=κελλάρις. Ἐπὶ ὑπαλλήλου ἱκανοῦ διατηρουμένου διαρκῶς ἐν τῇ θέσει του) Λέσβ. Ἡ σημ. αὕτη ἤδη ἀρχ. Πβ. «ἀγαθὸς βασιλεύς, ἀγαθὸς θεράπων». 2)Χρηστός, ἐνάρετος, καλοκάγαθος Ἤπ. Κάρπ. Κυκλ. (Θήρ. Μύκ. κ.ἀ.) Κύπρ. Μεγίστ. Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ. κ.ἀ.) Πόντ. (Σάντ.) Στερελλ. (Ἀγρίν.) Τσάκων. κ.ἀ.: Ἄνθρωπος ἀγαθός. Ἀγαθὴ ψυχὴ πολλαχ. Ἀγαθὲρ ἄθρωπο Τσακων. Στοιχε͜ιὸν ἀγαθὸν (ὁ ἀγαθὸς τῆς οἰκίας δαίμων. Ἀνίθ. στοιχειὸν πονηρὸν) Κάρπ. 3)Ὁ ὑπὲρ τὸ δέον ἀγαθός, ἀφελής, ἐπιπόλαιος, εὐήθης Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ.) Ἰων. (Κρήν.) Κάλυμν. Κάρπ. Κρήτ. Κυκλ. (Θήρ. Νάξ. Σῦρ. κ.ἀ.) Κύπρ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Νίσυρ. Πλεοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ.) Σάμ. Σύμ. κ.ἀ.: Σὰν ἀγαθὸς δὰ μοῦ φαίνεται ὁ κακόμοιρος καὶ δὲν τοῦ σινερίζομαι Θήρ. Ἔχω δκυˬὸ γιˬούς, ὁ ἕνας ἔνι ὄξυπνος, ἔει νοῦν, ὁ ἄλλος ἔνι ἀγαθός, ᾿ὲν ἐξέρει τίποτες ᾿ποὺ τὸν κόσμον Κύπρ. Πῆρι μνιˬὰ ᾿ναῖκα πουλὺ ἀγαθὴ Λέσβ.|| Παροιμ. Ἀνέπιˬασε τὸν ἀαθὸν νὰ πῇ τὰ μυστικά του (περιποιούμενος καὶ κολακεύων ἁπλοϊκὸν ἄνθρωπον πολλὰ δύνασαι παρ᾿ αὐτοῦ νὰ ἐπιτύχῃς) Κάρπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγάθας. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγαθὸς ἐπών. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀγάθος σκωπτικὸν ἐπών. Κεφαλλ. Β)Ἐπὶ πραγμάτων 1)Ὁ καλὰ προμηνύων, εὐοίωνος, αἴσιος καὶ ἐν γένει καλὸς Ἀστυπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σηλυβρ.) Κεφαλλ. Κυκλ. Κύπρ. Παξ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κοτύωρ.) κ.ἀ.: Φρ. Ἀγαθὸ ξημέρωμα Κυκλ. Καλή σου μέρα κιˬ ἀγαθὴ Κεφαλλ. Μάν. Καλή σου νύχτα κιˬ ἀγαθὴ Κρήτ. Ἀγαθόν, ἀγαθόν! (ἀντιφώνησις πρὸς κόρακα ἐπὶ στέγης οἰκίας καθήμενον καὶ ἀπαισίως κρώζοντα πρὸς ἀποτροπὴν προαγγελλομένου κακοῦ) Κοτύωρ. Ἀγαθὴ λαλιˬὰ δὲ μὲ δίνει (δὲν μοὶ ὁμιλεῖ μὲ καλωσύνην) Σηλυβρ. (Συνών. φρ. δὲ μὶ δείχ᾿ ἀγαθὸ γλέφαρου Ἴμβρ.) Τέλη ἀγαθά! (εὐχὴ πρὸς ἀρραβωνισθέντας ἢ νεονύμφους) Ἀδριανούπ. Αὐτὸς εἶναι ἀγαθὸ ξημέρωμα (ἐπὶ ἠλιθίου) Χίος|| ᾎσμ. Ὥρα καλὴ τ᾿ ὥρ᾿ ἀβαχὴ τ᾿ ὥρα εὐλοημένη, τούτ᾿ ἡ δουλε͜ιὰ ποῦ ἀρκέψαμεν νὰ βκῇ στερεωμένη Κύπρ. Καλὴ μέρα κιˬ ἀγαθή σου | κιˬ αὔριο καλύτερή σου (προσφώνησις μητρὸς πρὸς τέκνον κατὰ τὴν πρωινὴν ἔγερσίν του ὑπὸ τύπον εὐχῆς) Παξ. 2)Πρόσφορος, κατάλληλος, ἐπὶ λιμένος Θήρ. Ἴμβρ. Κύπρ. Λέσβ. Μεγίστ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.: Παροιμ. Ἀνακάπουλον καράβι | ᾿ς ἀγαθὸ λιμάνι πάει (ἀνακάπουλον καράβι=τὸ ὑπὸ τρικυμίας ἀπολέσαν τὰ καπούλια του=τὸ πηδάλιον. Ἐπὶ ἀπροσδοκήτως εὑρισκομένης σωτηρίας ἐν τῇ μεγίστῃ ἀμηχανίᾳ ἢ ἐπὶ εὐτυχήματος ἀνελπίστου ἐπερχομένου ἐν ὥρᾳ δεινῆς οἰκονομικῆς ἀνάγκης ἢ ἐπὶ εὐδοκιμήσεως ἀθρώπου νομιζομένου τέως ἀνικάνου καὶ ἀνεπιτηδείου εἰς πᾶν ἔργον. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς κ.ἀ. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,344 καὶ 392) Μεγίστ.|| ᾎσμ. Μέσ᾿ σὲ καράβια τοῦ γιˬαλοῦ, μέσ᾿ ᾿ς ἀγαθὸ λιμεˬῶνα Κύπρ. Ἰκεῖ θὰ πά᾿ ν᾿ ἀράξουμι ᾿ς ἕν᾿ ἀγαθὸν λιμνεˬῶνα Ἴμβρ. 3) Ὁ μὴ ἔχων ἔντασιν ἰσχυράν, ὁ μὴ ἔχων δύναμιν, ἐπὶ οἴνου, κλιβάνου κττ. Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.: Ἀγαθὸ κρασὶ (τὸ μὴ περιέχον πολὺ οἰνόπνευμα) Κύθηρ. Λακων. Φοῦρνος ἀγαθὸς (ὁ ἔχων βαθμὸν θερμοκρασίας χαμηλὸν) Λακων. Ἀντίθ. δυνατός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/