ἀγαπῶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαπῶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγαπῶς ὁ, Ἤπ. Θήρ. Ἴος Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κύπρ. Πάρ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ. ἀαπῶς Κάρπ. Κύπρ. Χίος (ἔνθα καὶ ἀγαπῶς) κ.ἀ. ἀγαπῶ Θρᾴκ. Κρήτ. Λέσβ. ἀγαπῶς Ἤπ. Θηλ. ἀγαπῶ Αἴγιν. Ἄνδρ. Βιθυν. (Κατιρ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Καλλίπ.) Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Λέσβ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ. Προπ. (Κύζ. Πανορμ.) Σίφν. Τῆλ. κ.ἀ. ἀαπῶ Κάρπ. Κύπρ. Χίος κ.ἀ. ἀαποῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἐγαπῶ Πόντ. (Κρώμν. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἰδιαζούσης εἰς ᾄσμ. συντ. τοῦ ρ. ἀγαπῶ μετὰ αἰτιατ. τοῦ ἄρθρ. ἔχοντος σημ. ἀντων. ἀναφορικῆς, λ.χ. τὸν ἀγαπῶ παντρολογοῦν κι ἄλλη κόρη τοῦ δίνουν Ἰων. (Κρην.), τὴν ἀγαπῶ ἀγαποῦν πολλοί, τὴν θέλω θέλουν οὕλοι ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,589, ἐμάεψαν τὴν ἐγαπῶ κ᾿ ἐπῆραν τηνὰν θέλω Πόντ. (Κρώμν.), τὴν ἐγαπῶ φορεῖ σακκίν, τηνὰν ᾿κὶ θέλω ροῦχον ἀυτόθ. κτλ., αἱ αἰτιατ. τὸν ἀγαπῶ, τὴν ἀγαπῶ (ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἀγαπῶ, ἐκείνην ἢ ἐκείνη τὴν ὁποίαν ἀγαπῶ) ἔγιναν αἰτία νὰ λεχθῇ ἀναλογικ. ὁ ἀγαπῶς καὶ θηλ. ἡ ἀγαπῶ. Ἡ σύντ. αὕτη ἤδη ἀπὸ τοῦ 15ου αἰῶνος. Πβ. ELegrand Chansons 36 «ἀπάντησα τὴν ἀγαπῶ ἀπὸ λουτρὸν λουσμένη». Τοῦ τύπ. ἀγάπως ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου ὀφείλεται εἴς τε τὸν μετρικὸν τονισμὸν καὶ τὴν ἀναλογικ. ἐπίδρασιν τοῦ συνών. ἀγάπη.
Σημασιολογία
Ἐραστὴς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κρώμν. Χαλδ.): Ἡ ἀαπῶ ἔκαμεν μου πολ-λὰ βάσανα Κύπρ.|| ᾌσμ. Ἀπέστειλέ μ᾿ ἡ μάννα μου ᾿ς τὸ κάτω μας ἀμπέλι νὰ κόψω μῆλα δώδεκα, κυδώνιˬα δεκαπέντε, ἀπάντησέ μ᾿ ὁ ἀγαπῶς καὶ πῆρε μου τὰ πέντε Χίος Ἀγάπως μου παντρεύεται κι ἄλλη γυναῖκα παίρνει κ᾿ εἶπε μου, ἂν ὀρέγωμαι, νὰ πάω καὶ ᾿ς τὸ γάμο Ἤπ. Ἀγάληˬ᾿ ἀγάληˬα σύρομαι ᾿πῶς σύρεται τὸ φίδι, νὰ μὴ τὸ μάθῃ ἡ ἀγαπῶ καὶ σηκωθῇ καὶ φύγῃ Αἴγιν. Τῆς ἔλεγα τῆς ἀγαπῶς ψηλὰ νὰ μ᾿ ἀνεβάσῃ κ᾿ ἐκείνη ξύλα καὶ κλαδιˬὰ μαζεύει νὰ μὲ κάψῃ Κύζ. Χωρὶς ἀγέρα τὰ βουνά, χωρὶς νερὸ τὸ ψάρι, χωρὶς ἐμένα ὁ ἀγαπῶς τ᾿ εἶν᾿ ποῦ μπορεῖ νὰ κάμῃ; Τῆλ. Βρίσκω τὸν πρῶτο μ᾿ ἀγαπῶ ᾿ς τὰ ρόδα κ᾿ ἠκοιμούντα Θήρ. Συνών. ἀγαπητικός, καλός. Τὸ θηλ. Ἀγαπῶ ὄν. κύριον Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πβ. ἀγαπᾷς, πολυαγαπῶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA