ἀμελῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμελῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμελῶ λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Πόντ. (Σάντ.)ἀναμελῶ Πελοπν. (Λακων. Λάστ.)ἀνεμελῶ Θήρ. Κρήτ. ᾿ ναμελῶ Σύμ. ἀμελίζω Πόντ. (Ἴμερ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀμελῶ. Ὁ τύπ. ἀναμελῶ καὶ μεσν. Τὸ ἀμελίζω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀμέλησα κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ εἰς -ισα ἀορ. τῶν ρ. εἰς -ίζω. Πβ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,272.
Σημασιολογία
Δὲν ἐνδιαφέρομαι περί τινος, δεικνύω ὀλιγωρίαν εἰς τὴν ἐκτέλεσιν πράξεώς τινος ἔνθ᾿ ἀν.: Μὴν ἀμελῇς τὴ δουλ͜ειά σου. Ἀμέλησε νὰ πάῃ ἐκεῖ ποῦ τοῦ εἶπα Ἀμέλησα νὰ ψωνίσω κοιν. Ἐμέλτσεν τὴ δουλείαν (ἐμέλτσεν = ἠμέλησεν)Ἴμερ. Συνών. ἀμελεύω, τεμπελεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA