ἀνακλωθαρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακλωθαρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακλωθαρίζω ἀμάρτ. ἀνεκλωθαρίζω Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κλωθαρίζω.

Σημασιολογία

Κλώθω νῆμα διὰ τῆς κλωθάρας, ἤτοι τῆς ἀτράκτου: Παροιμ. Κλώθει κιˬ ἀνεκλωθαρίζει καὶ τ᾿ ἀγράτ-τι δὲ γεμίζει (ἐπὶ ἀνεπιτηδείου μὴ δυναμένου νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὴν ἐργασίαν του).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/