ἀνακούφισι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακούφισι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνακούφισι ἡ, λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀνακούφισις.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ αἰσθανθῇ τις ἠθικὴν ἐλάφρυνσιν: Αἰσθάνομαι ἀνακούφισι σύνηθ. ᾿Αναστέναξε ἀπὸ ἀνακούφισι ΙΔραγούμ. Ὅσοι ζωντ.2 115.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/