ἀναλλάι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλλάι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναλλάι τό, Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. ἀλλὰι.
Σημασιολογία
Πομπή, συνοδεία πολλῶν ἀνθρώπων μὲ ἐνδυμασίας ἑορτασιμους: Ὅλον τ᾿ ἀναλλάι ἐπῆεν ᾿ς σὴ χαρὰν (εἰς τὸν γάμον). Συνων. ἀλλάι Α 7.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA