ἀναμεσόντας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμεσόντας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀναμεσόντας ἐπίρρ Πόντ.(Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀνάμεσόν, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀνάμεσον, κατὰ τὸ ὅντας (ὅταν). ᾿Ιδ. ΑΠαπαδόπ. ἐν ᾿Αθηνᾴ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 137.

Σημασιολογία

1) Μεταξὺ (α) Τοπικῶς: ᾿Αναμεσόντας ᾽ς σᾶ δύο δεντρά. (β) Χρονικῶς: Ἐκεῖ ᾿ς σά ἡμέρας ἀναμεσόντας (κατ᾿ ἐκείνας τὰς ἡμέρας). β) Μετὰ τῶν προσωπικῶν ἀντων.πρὸς ἀλλήλους: Κρούν καὶ παίρ’νε ἀναμεσόντας ἀτουν (μαλώνουν ἀναμεταξύ των). 2) Ἐντός, μέσα : ’Σ ἀτὀ τὴ δουλείαν ἀναμεσόντας ἐγὼ τιδἑν ’κ’ ἔχω (ἐγὼ δὲν ἔχω κἀμμίαν σχέσιν πρὸς τὴν ὑπόθεσιν αὐτήν). Πβ. ἀνάμεσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/