γυφτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυφτίζω Ἤπ. (Ἰωάνν. Κόνιτσ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. γυφτίζου Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) Μακεδ. (Βόιον Δεσκάτ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) ᾿φτίζου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Περίστ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γύφτος.
Σημασιολογία
1) Ἀμτβ., συμπεριφέρομαι ὡς γύφτος, φέρομαι μικροπρεπῶς Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κουκούλ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Περίστ. Φθιῶτ. κ.ἀ.): Σ᾿ οὕλα τ᾿ ᾿φτιζ᾿ αὐτὸς Αἰτωλ. Πάει τοὺ χουριˬό, γυ᾿φτισι Ζαγόρ. Οὑ Γιά᾿ς ᾿φτίζ᾿ Περίστ. Δὲ σ᾿ φαίνιτι σάματ᾿ νὰ γυφτί᾿ κάπους αὐτὸς οὑ μυλωνᾶς; Κουκούλ. 2) Μετβ., ἐξευτελίζω, ἐκχυδαΐζω τι Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ.): Τοὺ γύφτ᾿σι τοὺ τραγούδ᾿ (τὸ παρεμόρφωσε δι᾿ ἀκαλαισθήτων μεταβολῶν καὶ παραφωνιῶν) Ζαγόρ. Συνών. τὸ σκότωσε. 3) Ἐπαιτῶ Μακεδ. (Δεσκάτ.) Στερελλ. (Περίστ.) Συνών. διˬακονεὺω, ζητιˬανεύω, ζητουλεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA