γυψώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυψώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυψώνω πολλαχ. γυψώνου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ. ᾿υψώνω Ἐρεικ. Ὀθων. Πειρ. Πελοπν. (Τρίκκ.) ᾿υψώνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βέρ.) Σκῦρ. ᾿υψών-νω Κύπρ. (Κυθρ. Μένοικ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. γυψόω. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Ἐπιχρίω, ἐπαλείφω διὰ γύψου πολλαχ. β) Ἐπαλείφω ἐσωτερικῶς τὰ πήλινα ἀγγεῖα δι᾿ εἰδικῆς ἀλοιφῆς Πελοπν. (Τρίκκ.): Ἡ βίκα εἶναι ἀπὸ μέσα ᾿υψωμένη. 2) Περιβάλλω διὰ γυψίνου ἐπιδέσμου μέλος τοῦ σώματος, ὑποστὰν κάταγμα ἢ ἐξάρθρωσιν Ἀθῆν. Ἀττικ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ὀθων. Πειρ. κ.ἀ. : Ἔσπασε τὸ χέρι του καὶ τὸν πήγανε ᾿ς τὸ νοσοκομεῖο καὶ τοῦ τό ᾿υψώσανε Πειρ. Οὑ γιˬατρὸς ᾿ύψουσι τοὺ πουδάρ᾿ μ᾿ Ζαγόρ. Ἔσπασε τὸ πόδι του καὶ τοῦ τὸ ᾿υψώσανε Ὀθων. 3) Ρίπτω εἰς τὸν νέον οἶνον (γλεῦκος) κόνιν γύψου, διὰ νὰ ἀποκτήσῃ ταχύτερον διαύγειαν Ἀττικ. - Λεξ. Ἠπίτ. Πρω. Δήμητρ.: ᾿Υψώνω τὸ κρασὶ Ἀττικ. Αὐτὸ τὸ κρασὶ εἶναι ᾿υψωμένο αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/