ἀγαρbόκορμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαρbόκορμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγαρbόκορμο τό, Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγαρbος καὶ τοῦ οὐσ. κορμί.

Σημασιολογία

Κυρίως σῶμα, τοῦ ὁποίου τὰ μέλη δὲν ἔχουν κανονικὰς καὶ συμμετρικὰς ἀναλογίας ἔνθ᾿ ἀν.: Εἶναι ἕνα ἀγαρbόκορμο! (ἐπὶ ἀκόμψου ἄνθρώπου) Ἑρμούπ. Συνών. φρ. κορμὶ ἄγαρbο, κορμὶ κακοφτε͜ιαγμένο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/