ἀγαρνίριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαρνίριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγαρνίριστος ἐπίθ. Ἀθῆν. Παξ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γαρνιρίζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ γαρνιρισμένος, ἤτοι ὁ μὴ κεκοσμημένος διὰ γαρνιτούρας, δηλ. κορδελλῶν, δαντελλῶν, πτερῶν, ἀνθέων κττ. ἐπιρραπτομένων ἐπὶ γυναικείων ἐνδυμάτων καὶ πίλων Ἀθῆν. Παξ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.: Καπέλλο ἀγαρνίριστο Ἀθῆν. Ἑρμούπ. Ρόμπα ἀγαρνίριστη Ἀθῆν. Ἑρμούπ. 2)Ὁ μὴ συμπεπληρωμένος διὰ γαρνιτούρας, ἤτοι προσθέτου ἐδέσματος ἐκ βραστῶν κρομμύων, γεωμήλων, μαϊντανοῦ, ᾠῶν κττ., ἐπὶ φαγητοῦ Ἀθῆν. Παξ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. Ψάρι-ψητὸ ἀγαρνίριστο Ἀθῆν. Ἑρμούπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA