ἀγγαρεία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγαρεία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγγαρεία ἡ, σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μποβ.) Πόντ. (Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀgαρεία Μέγαρ. ἐγγαρεία Πόντ. (Ὄφ.) ἀγγαρε͜ιὰ Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν. κ.ἀ.) Κέρκ. Μακεδ. (Κοζ.) Μῆλ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) κ.ἀ. –Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀgαρε͜ιὰ Κρήτ. Παξ. Σύμ. κ.ἀ. ἐgαρε͜ιὰ Κρήτ. Νάξ. Σῦρ. ἀγγαρκὰ Κύπρ. ἐgαρδε͜ιὰ Κρήτ. ἀγγάρε͜ια Αἴγιν. Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Εὔβ. Ζάκ. Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. (Βελβ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ. Οἰν.) Σίφν. Σῦρ. κ.ἀ. ἀgάρε͜ια Ἄνδρ. Θεσσ. (Τίρναβ.) Μέγαρ. κ.ἀ. ἀγγαρέα Πόντ. (Σάντ.) ᾿gαρε͜ιὰ Κρήτ. ᾿γγάρε͜ια Ἤπ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀγγαρεία=ἀγγελία, εἴδησις. Τὸ ἐγγαρεία ἐκ παρετυμ. πρὸς τὴν προθ. ἐν. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,313. Διὰ τὸν ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου ε’ν τῷ ἀγγάρεια ἰδ. ΓΧατζιδ. ἔνθ᾿ ἀν. 2,102 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Ἐργασία ἀναγκαστικὴ ἄνευ ἀμοιβῆς ἐκτελουμένη κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Σᾶς βάζω σὲ ἀγγαρεία. Μ᾿ ἔβαλε σὲ ἀγγαρεία σύνηθ. Κοβαλῶ ᾿ς σὴν ἀγγαρείαν (μεταφέρω πράγματα ἀγγαρευθεὶς) Τραπ. Εὐτάγω ἀγγαρείας (κάμνω ἀγγ.) Χαλδ. Πάγω ᾿ σὴν ἀγγαρεία Ὄφ. Πιάνω-σύρω ᾿ς τὴν ἀγγαρείαν (πιάνω-ἕλκω εἰς τὴν ἀγγαρείαν, ἤτοι ἀγγαρεύω) Τραπ.|| Παροιμ. φρ. Βάνει τὰ σκυλλιˬὰ ᾿ς ἀγγάρε͜͜ια (ἐπὶ τοῦ ἀέργου ἢ τοῦ ἀσκόπως ἐργαζομένου) Ἄρκαδ. κ.ἀ. Φίλου παρακάλεσι μο͜ιάζει σὰν ἀγγάρε͜ια Φιλιππούπ. Μιτίν χωρκόν, μεˬάλη ἀγγαρκὰ (μικρὸν χωρίον, μεγάλη ἀγγαρεία.Ἐπὶ τοῦ χρησιμοποιοῦντος ὀλίγους ἐργάτας εἰς ἔργον ἀπαιτοῦν πολλοὺς) Κύπρ. -Γνωμ. Κουφοῦ καμπάνα κιˬ ἂν λαλῇς, τυφλὸν κιˬ ἂν θυμιατίζης καὶ μεθυσμένον κιˬ ἂν κερνᾷς, διˬαβόλου ᾿γγάρε͜ια κάνεις Ἤπ.|| ᾎσμ. Οὑλημερνὶς εἰς τσ᾿ ἐgαρε͜ιές, ᾿ς τὰ βάσανα καὶ κόπους Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Ἡσύχ. «ἀγγαρεία· δουλεία», Σουΐδ. «ἀγγαρείαν ἀνάγκην ἀκούσιον λέγομεν καὶ ἐκ βίας γινομένην ὑπηρεσίαν». Συνών. ἀγγάρεμα 1. 2)Ἐπιρρηματ. ἐν ἀγγαρεία, ἀγγαρικῶς πολλαχ.: Πῆγα γιˬὰ βίζιτα καὶ μ᾿ ἔβαλαν ἀγγαρε͜ιὰ Κερκ. Δουλεύω ἀgαρεία Μέγαρ. Πῆραν τ᾿ ἁμάξ᾿ ἀγγαρε͜ιὰ Κοζ. Πιˬάνου ἀgάρε͜ια Θεσσ.|| Φρ. Τὴν κάνου τὴ δ᾿λε͜ιὰ ἀγγαρε͜ιὰ (ἀμελῶς, ρᾳθύμως) Κοζ. Συνών. ἀγγάρεμα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA