ἀγγαρε͜ιάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγαρε͜ιάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγγαρε͜ιάζω Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) ἀgαρε͜ιάζω Παξ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγγαρεία.

Σημασιολογία

Ἐπιβάλλω εἴς τινα ἀναγκαστικὴν καὶ ἄνευ ἀμοιβῆς ἐργασίαν, ὑποβάλλω εἰς ἀγγαρείαν, ἀγγαρεύω ἔνθ᾿ ἀν.:Τὸν ἀγγάρε͜ιασα νὰ μοῦ κάνῃ τὴ δουλε͜ιὰ Ἀρκαδ. Συνών. ἀγγαρεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/