ἀγγαρικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγαρικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγγαρικὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀgαρικὸς Κρήτ. ἐgαρικὸς Κρήτ. ᾿gαρικὸς Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀγγαρικός.

Σημασιολογία

1)Ὁ δι᾿ ἀγγαρείας, ἤτοι ἐργασίας ἄνευ ἀμοιβῆς, γινόμενος: Περιβόλι-σπίτι-χτῆμα ἀgαρικό. 2)Τὸ οὐδ. ἀgαρικὸ οὐσ., ἡ δι᾿ ἀγγαρείας ἐπιβαλλομένη καὶ ἐκτελουμένη ἐργασία. 3)Πληθ. ἀρσ. οἱ ἀgαρικοὶ οὐσ., οἱ ἀπὸ κοινοῦ ἐκτελοῦντες ἐργασίαν τινὰ ὑπὲρ ἄλλου ἄνευ ἀμοιβῆς: Βάζω ἀgαρικοὺς ᾿ς τὸ λα͜ιομάζωμα-᾿ς τὸ θέρος κττ.|| ᾎσμ. Τσ᾿ ἀgαρικοὺς ἐπχαίνανε ἐλα͜ιὲς νὰ πά ραβδίζου, κιˬἀείς τους δὲν τὸ λόγιˬαζε πῶς ἤθελα ρωτήσου (ἐπιχαίνανε=ἐπήγαιναν. κιˬἀεὶς=κανεὶς) Συνών. ψυχικοί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/