ἀγγαρικῶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγαρικῶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀγγαρικῶς ἐπίρρ. ἀμάρτ. ἀgαρικῶς Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγγαρικός.
Σημασιολογία
Ἄνευ ὀρέξεως καὶ προθυμίας, ἀκουσίως: Ἀgαρικῶς πῆγε σήμερα ᾿ς τὴ δουλε͜ιά. Δουλεύγει ἀgαρικῶς. Συνών. Μὲ τὸ στανα͜ιό, στανικῶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA