ἀγγέλαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγέλαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγγέλαρος ὁ, ἀμάρτ. ἀgέλαρος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ. ἄγγελος διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –αρος.

Σημασιολογία

Μεγάλος ἄγγελος, συνήθως εἰρων. ἐπὶ τοῦ ἔχοντος δυσειδῆ μορφὴν: Ὄχου μάθιˬα μου, καὶ τοῦτος καὶ δὲν εἶναι σὰν ἀgέλαρος! Εἶd᾿ ἀgελάρα ᾿τον κ᾿ εὐτή!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/